συντακτικό

συντακτικό
Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη μεσαιωνική αντίληψη, το συντακτικό, όπως λέει και το όνομά του (συντάσσω = τακτοποιώ κάτι μαζί με κάτι άλλο), είχε σκοπό την περιγραφή των σχέσεων των λέξεων μέσα στην πρόταση και των προτάσεων μέσα στην περίοδο, πάνω στη βάση της ιδέας ότι σε κάθε λέξη αντιστοιχούσε ένα καθορισμένο αντικείμενο και σε κάθε πρόταση ένα γεγονός: το συντακτικό δηλαδή περιέγραφε τις δυνατές σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων και των καταστάσεων και το να περιγράφει κανείς τη σύνταξη της ελληνικής και της λατινικής σήμαινε, σε τελευταία ανάλυση, να περιγράψει τη «λογική» που κυβερνά αντικειμενικά τον κόσμο. Η εμφάνιση της ιστορικής γλωσσολογίας τον 19o αι. περιέπλεξε αυτή την άποψη αλλά δεν την έθιξε στις βάσεις της. Αφού επεκτάθηκε η ανάλυση σε γλώσσες διαφορετικές από την ελληνική και τη λατινική, το σ. των επιμέρους γλωσσών ακολούθησε το παράδειγμα των ελληνολατινικών διαγραμμάτων, που θεωρήθηκαν ότι έχουν παγκόσμια ισχύ: το λεγόμενο ιστορικό συντακτικό, εκτός του ότι προσπάθησε να αναγάγει τα φαινόμενα των άλλων γλωσσών στα παραδοσιακά σχήματα, περιόρισε το έργο του στο να προσδιορίσει την προέλευση και τις εξελίξεις των «συντακτικών χρήσεων», συχνά με διαπιστώσεις αυθαίρετες και φανταστικές, γιατί στηριζόταν κυρίως στην άποψη (που δεν έχει αποδειχτεί και δεν μπορεί να ελεγχθεί) ότι η εξέλιξη των γλωσσών προχωρούσε από περισσότερο συγκεκριμένες προς πιο αφηρημένες χρήσεις. Η αντίφαση και το αυθαίρετο πνεύμα παρόμοιων διαπιστώσεων, καθώς και οι γενικότερες κριτικές κατά της καθολικότητας του παραδοσιακού σ., έκαναν στον αιώνα μας πολλές γλωσσολογικές σχολές να χάσουν τελείως το ενδιαφέρον τους για τα συντακτικά προβλήματα. Από πολλές πλευρές αναζητήθηκε η αντικατάσταση του παλιού σ. από τη «συνταγματική», δηλαδή από μια καθαρά τυπολογική περιγραφή των σχέσεων αμοιβαίας κατανομής, που μπορούν να έχουν μεταξύ τους οι γλωσσολογικοί τύποι. Η ίδια η λέξη σ. απουσιάζει από πολλά σύγχρονα εγχειρίδια γενικής γλωσσολογίας. Μόνο σε πρόσφατα χρόνια η επιστημονική γλωσσολογία επιβεβαίωσε ότι δεν αρκεί ο περιορισμός σε μια απλή παρουσίαση σειράς περιγραφών των εξωτερικών τύπων (αγγλικά surface grammar = επιφανειακή γραμματική), αλλά ότι είναι ανάγκη να συγκροτηθεί και μία γραμματική βάθους (αγγλικά deep grammar), που θα λαβαίνει υπόψη τις σημασιολογικές και συντακτικές αξίες των γλωσσικών τύπων. Σε κάθε λεξιλογικό τύπο δηλαδή αναγνωρίζεται όχι μόνο μια σημασιολογική αξία (σημαντική), αλλά και με βάση την αξία αυτή, η ικανότητα να συνδυάζεται με άλλους λεξιλογικούς τύπους σε συνθετότερη ενότητα και στη φράση. Η ικανότητα αυτή ονομάζεται συντακτική αξία. Παρακάτω δίνουμε συνοπτικά τις βασικές αρχές που διέπουν το σ. της ελληνικής γλώσσας, όπως έχει διαμορφωθεί στα τελευταία χρόνια. Πρόταση. Παραθέτουμε εδώ έναν διάλογο: Α. –Αύριο φεύγουμε για ταξίδι. Β. –Πού θα πάτε; Α. –Θα πάμε στη Μακεδονία. Β. –Θα πάτε και στους Φιλίππους; Α. –Θα επισκεφτούμε αρκετούς αρχαιολογικούς τόπους. Στον διάλογο αυτό δύο άνθρωποι συνομιλούν για ένα ταξίδι. Συνεννοούνται, γιατί μιλούν και οι δύο την ίδια γλώσσα και γιατί χρησιμοποιούν λέξεις ή ομάδες λέξεων που η καθεμιά περικλείει ένα νόημα. Η ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη διατύπωση, λέγεται πρόταση. Κάθε πρόταση μπορούμε να τη μελετήσουμε από τέσσερις πλευρές: 1) το περιεχόμενο, 2) την ποιότητα, 3) τη σχέση της με άλλες και 4) τη δομή (τους όρους). Στις προτάσεις στο διάλογο που παραθέσαμε παρατηρούμε τα εξής: 1. Υπάρχουν προτάσεις με τις οποίες ο ομιλητής θέλει να πληροφορηθεί κάτι, να πει μια γνώμη ή να κρίνει κάτι. 2. Υπάρχουν προτάσεις με τις οποίες ο ομιλητής θέλει να εκφράσει παράκληση, προτροπή, προσταγή, ευχή ή μια επιθυμία του. Αυτές οι προτάσεις ονομάζονται προτάσεις επιθυμίας. 3. Υπάρχουν άλλες προτάσεις με τις οποίες εκφράζεται έκπληξη ή θαυμασμός και γενικά ένα έντονο συναίσθημα. Αυτές στο γραπτό λόγο συνοδεύονται από θαυμαστικό (!), ενώ στον προφορικό διακρίνονται από τον τόνο της φωνής (επιφωνηματικές). 4. Υπάρχουν προτάσεις με τις οποίες ο ομιλητής διατυπώνει μια ερώτηση, για να πληροφορηθεί κάτι που δεν ξέρει. Αυτές οι προτάσεις συνοδεύονται στο γραπτό λόγο από ερωτηματικό και στον προφορικό με ανέβασμα του τόνου της φωνής, (ερωτηματικές). Κάθε πρόταση (κρίσης, επιθυμίας, ερωτηματική κτλ.) μπορεί να είναι καταφατική, δηλαδή το ρήμα της να είναι θετικό (να μη συνοδεύεται από αρνητικό επίρρημα, η αρνητική, δηλαδή να συνοδεύεται από άρνηση· η αρνητική λέγεται και αποφατική. Μια πρόταση, που μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο, λέγεται κύρια ή ανεξάρτητη. Οι κύριες προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με συνδέσμους συμπλεκτικούς, αντιθετικούς, διαχωριστικούς κτλ. και η σύνδεση αυτή λέγεται παρατακτική. Μια πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο, αλλά χρησιμεύει για να προσδιορίσει μια άλλη ή έναν όρο πρότασης λέγεται δευτερεύουσα ή εξαρτημένη. Η πρόταση αυτή με την πρόταση που προσδιορίζει συνδέεται με έναν από τους υποτακτικούς συνδέσμους (αιτιολογικούς, χρονικούς κλπ.) ή με αναφορική αντωνυμία κτλ. και η σύνδεση αυτή λέγεται υποτακτική σύνδεση. Οι προτάσεις, ανάλογα με τον αριθμό των όρων τους, είναι απλές, σύνθετες, επαυξημένες και ελλειπτικές. Μπορούμε να αφαιρέσουμε λέξεις από τις προτάσεις, αλλά μόνο τόσες, ώστε αυτές που απομένουν να εξακολουθούν να δίνουν ολοκληρωμένο νόημα. Η πιο απλή διατύπωση που μπορεί να πάρει η πρόταση είναι εκείνη, στην οποία υπάρχουν δύο απαραίτητοι όροι, που είναι οι πυρήνες γύρω από τους οποίους οργανώνονται τα άλλα μέλη της πρότασης, για να δώσουν σ’ αυτήν το νόημα που θέλουμε. Αυτοί οι όροι είναι το υποκείμενο, δηλαδή οι λέξεις ή η λέξη που φανερώνει για ποιον γίνεται λόγος μέσα στην πρόταση και το κατηγόρημα, δηλαδή οι λέξεις ή η λέξη, η οποία φανερώνει εκείνο που λέγεται μέσα στην πρόταση για το υποκείμενο. Το υποκείμενο και το κατηγόρημα μαζί αποτελούν τους κύριους όρους της πρότασης· η πρόταση που αποτελείται μόνο από αυτούς λέγεται απλή πρόταση. Το υποκείμενο (που το βρίσκουμε, αν απαντήσουμε στην ερώτηση: ποιός; ποία; ποιό; κτλ.) μπορεί να είναι ουσιαστικό, αντωνυμία, ουσιαστικοποιημένο επίθετο, καθώς και κάθε άλλη λέξη, ομάδα λέξης ή πρόταση με το άρθρο ή χωρίς άρθρο, όταν παίρνουν τη θέση ουσιαστικού. Το υποκείμενο είτε είναι έναρθρο είτε άναρθρο τοποθετείται ή εννοείται σε πτώση ονομαστική. Όταν το υποκείμενο είναι πρώτου ή δεύτερου προσώπου, η αντωνυμία (εγώ, εσύ, εμείς, εσείς) συνήθως παραλείπεται. Όταν όμως θέλουμε να το αντιδιαστείλουμε από άλλο ή να το τονίσουμε, τότε μπαίνει. Κατηγόρημα. Το κατηγόρημα μιας πρότασης μπορεί να εκφράζεται μόνο με ρηματικό τύπο και λέγεται τότε κατηγορηματικό ρήμα και να αποτελείται από έναν τύπο του ρήματος είμαι ή άλλου συγγενικού και από ένα όνομα, επίθετο ή ουσιαστικό. Το όνομα (επίθετο ή ουσιαστικό) που, με τη μεσολάβηση του ρήματος είμαι ή άλλου συγγενικού, φανερώνει ποια ποιότητα ή ιδιότητα αποδίδεται στο υποκείμενο λέγεται κατηγορούμενο, ενώ το ρήμα που μεσολαβεί μεταξύ του υποκείμενου και του κατηγορούμενου λέγεται συνδετικό ρήμα. Εκτός από τα ρήματα είμαι και γίνομαι, τα οποία είναι τα κυρίως συνδετικά, χρησιμοποιούνται συνήθως ως συνδετικά και άλλα πολλά που έχουν συγγενική σημασία με αυτά τα δυο. Το ρήμα είμαι και τα άλλα που έχουν συγγενική σημασία με αυτό δεν είναι πάντοτε συνδετικά. Ως κατηγορούμενα χρησιμοποιούνται, τα επίθετα και τα ουσιαστικά, με άρθρο ή χωρίς άρθρο, αλλά και άλλες λέξεις ή ομάδες λέξεων (μετοχές, αντωνυμίες, εμπρόθετοι προσδιορισμοί, ολόκληρες προτάσεις κ.ά., όταν αυτά τα παίρνει κανείς ως ουσιαστικά ή επίθετα. Το κατηγορούμενο, όταν είναι πτωτικό, κανονικά μπαίνει στην ίδια πτώση με το υποκείμενο, δηλαδή στην ονομαστική. Όταν όμως το κατηγορούμενο είναι ουσιαστικό, μπορεί να εκφέρεται και με πτώση γενική, η οποία ονομάζεται γενική κατηγορηματική και ειδικότερα φανερώνει την κτήση, την ιδιότητα και το μέτρο. Εκτός από τα ρήματα που χρησιμοποιούνται συνήθως ως συνδετικά, μπορεί και οποιοδήποτε άλλο ρήμα, ιδίως όταν σημαίνει κίνηση, να συνδέει κατηγορούμενο με υποκείμενο. Το κατηγορούμενο εκφράζει τότε κάποια επιρρηματική σχέση και λέγεται επιρρηματικό. Το επιρρηματικό κατηγορούμενο τυπικά αναφέρεται στο υποκείμενο και γι’ αυτό εκφέρεται με ονομαστική πτώση, στην ουσία όμως προσδιορίζει το ρήμα και έτσι μπορεί στη θέση του να μπει το παραγωγό του επίρρημα. Τα επιρρηματικά κατηγορούμενα είναι επίθετα, εκτός απ’ αυτά που φανερώνουν παρομοίωση, τα οποία είναι ουσιαστικά. Αν τα ρήματα τα οποία χρησιμοποιούνται ως συνδετικά φανερώνουν σκοπό ή εξέλιξη, τότε το κατηγορούμενο λέγεται προληπτικό, δηλαδή το υποκείμενο προλαβαίνει την ιδιότητα ή ποιότητα που δηλώνει το κατηγορούμενο. Μια πρόταση που έχει περισσότερα από ένα υποκείμενα ή κατηγορούμενα λέγεται σύνθετη πρόταση. Στο λόγο συνήθως οι κύριοι όροι της πρότασης συνοδεύονται από προσδιορισμούς, δηλαδή από συμπληρώματα της έννοιας τους. Οι προσδιορισμοί αυτοί ονομάζονται δευτερεύοντες όροι της πρότασης. Και οι δευτερεύοντες όροι μπορούν να έχουν άλλους προσδιορισμούς. Πρόταση στην οποία υπάρχουν συμπληρώματα των κύριων όρων της λέγεται επαυξημένη πρόταση. Κάθε πρόταση είναι η ακέραιη ή ελλειπτική. Ακέραιη ονομάζεται μια πρόταση, όταν έχει όλους τους όρους της ή όλους τους όρους της και τους προσδιορισμούς τους. Ελλειπτική ονομάζεται η πρόταση, όταν λείπουν απ’ αυτήν ένας ή περισσότεροι όροι ή προσδιορισμοί. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούνται πολύ συχνά οι ελλειπτικές προτάσεις. Συμφωνία των κύριων όρων της πρότασης. Σε μια πρόταση που έχει περισσότερα από ένα υποκείμενα, το ρήμα κανονικά μπαίνει στον πληθυντικό αριθμό και στο επικρατέστερο πρόσωπο. Επικρατέστερο είναι το πρώτο πρόσωπο από τα άλλα δύο και το δεύτερο από το τρίτο. Αν όμως συμβεί να προηγείται το ρήμα και τα υποκείμενα να ακολουθούν, τότε μπορεί το ρήμα να εκφέρεται σε ενικό αριθμό, δηλαδή να συμφωνεί με το πρώτο, το πλησιέστερο του υποκείμενο, που είναι σε ενικό αριθμό. Το κατηγορούμενο, αν είναι επίθετο, συμφωνεί με το υποκείμενο του ρήματος στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση. Αν είναι ουσιαστικό συμφωνεί στην πτώση και μπορεί να συμφωνεί συμπτωματικά στο γένος και στον αριθμό. Σε μερικές περιπτώσεις, όταν το κατηγορούμενο είναι επίθετο, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το γένος του υποκείμενου, μπαίνει στον ενικό του ουδέτερου. Όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερα υποκείμενα, παρατηρούμε τα εξής: α. Το κατηγορούμενο μπαίνει πάντοτε στον πληθυντικό αριθμό. β. Αν τα υποκείμενα είναι πρόσωπα του ίδιου γένους, το κατηγορούμενο που είναι επίθετο εκφέρεται στο κοινό γένος των υποκείμενων. γ. Αν τα υποκείμενα φανερώνουν πράγματα ή αφηρημένες έννοιες, το επιθετικό κατηγορούμενο εκφέρεται στο ουδέτερο γένος, οποιουδήποτε γένους και αν είναι τα υποκείμενα. Αν τα υποκείμενα είναι πρόσωπα διαφορετικού γένους και έχουν ως κατηγορούμενο ένα από τα ουσιαστικά άνθρωποι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όντα, πλάσματα, το ουσιαστικό αυτό μπορεί και να μην υπάρχει αλλά να υπονοείται. Αν τα υποκείμενα είναι τετράποδα ζώα, πουλιά, έντομα, ψάρια κτλ. ή πράγματα ή αφηρημένες έννοιες, έχουν ως κατηγορούμενο, ανάλογα με τη σημασία τους, ένα από αυτά τα ουσιαστικά (ζώα, έντομα κτλ.). Το ουσιαστικό αυτό συνοδεύεται συνήθως από επιθετικό προσδιορισμό. Το τμήμα μιας περιόδου, που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις οι οποίες έχουν νοηματική αυτοτέλεια αλλά δεν αποτελούν ολοκληρωμένο νόημα, λέγεται ημιπερίοδος. Ουσιαστικό με άρθρο. Το αόριστο άρθρο δεν έχει πληθυντικό αριθμό και αντί γι’ αυτόν χρησιμοποιείται το όνομα, άναρθρο ή με αόριστη αντωνυμία, σε πληθυντικό αριθμό. Το άρθρο, οριστικό ή αόριστο, είναι στενά δεμένο με το ουσιαστικό ή με το ονοματικό σύνολο και αποτελεί μαζί του οργανική ενότητα. Αν το άρθρο το αποσπάσουμε από τη λέξη που προσδιορίζει και το ενώσουμε με άλλη λέξη μέσα στην πρόταση, η πρόταση δε θα έχει πια νόημα. Κάποτε όμως το άρθρο μπορεί να παραλείπεται. Το άρθρο δε συνοδεύει μόνο ουσιαστικά. Κάποτε συνοδεύει και άλλα μέρη του λόγου και ολόκληρη πρόταση και τα ουσιαστικοποιεί. Το ουσιαστικό φανερώνει μέσα στην πρόταση ένα πρόσωπο, ζώο, πράγμα κτλ. Συχνά όμως δεν είναι μόνο του. Συνοδεύεται από ένα άλλο ουσιαστικό, που το προσδιορίζει και συμπληρώνει την έννοιά του. Ο ονοματικός αυτός προσδιορισμός μπορεί να βρίσκεται στην ίδια πτώση με τη λέξη που προσδιορίζει και ονομάζεται ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός ή σε άλλη πτώση από τη λέξη που προσδιορίζει και ονομάζεται ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός. Τους προσδιορισμούς αυτούς τους ονομάζουμε παραθετικούς προσδιορισμούς ή παράθεση. Όταν η παράθεση δεν αναφέρεται σε μια λέξη αλλά σε ολόκληρη πρόταση, συνήθως μπαίνει πρώτη και χαρακτηρίζει από πριν το περιεχόμενο της πρότασης που ακολουθεί. Ονομάζεται τότε προεξαγγελτική παράθεση. Η παράθεση και η επεξήγηση συνοδεύεται συχνά από ένα επίθετο ή από μια γενική. Μπροστά από τον επεξηγηματικό προσδιορισμό μπορεί να εννοείται ή και να υπάρχει η λέξη δηλαδή. Κάποτε η επεξήγηση δε σχηματίζει ονοματικό σύνολο με τη λέξη που προσδιορίζει. Αυτό συμβαίνει όταν προσδιορίζει επίρρημα και κυρίως το τροπικό έτσι και όταν ως επεξήγηση χρησιμοποιείται ολόκληρη πρόταση. Στην παράθεση, από μια λέξη με έννοια μερικότερη πηγαίνουμε σε μια άλλη γενικότερη, που χαρακτηρίζει την πρώτη. Στην επεξήγηση, από μια λέξη με έννοια γενικότερη πηγαίνουμε σε μια άλλη με έννοια μερικότερη, που επεξηγεί την πρώτη. Με το σύνολο δύο ομοιόπτωτων ουσιαστικών μπορούν να εκφραστούν και άλλες σχέσεις, εκτός από εκείνες που εκφράζονται με την παράθεση και την επεξήγηση. Ειδικότερα, μπορεί το ένα ουσιαστικό, συνήθως το πρώτο, να δηλώνει το μέτρο του άλλου ουσιαστικού, την τοπική έκταση του άλλου ουσιαστικού ή τη χρονική έκτασή του. Ετερόπτωτοι προσδιορισμοί. Οι λέξεις που βρίσκονται σε πτώση γενική είναι ετερόπτωτοι προσδιορισμοί και φανερώνουν τον κτήτορα, την ιδιότητα, το περιεχόμενο, το σύνολο, το υποκείμενο της ενέργειας την οποία δηλώνει το προσδιοριζόμενο, το αντικείμενο της ενέργειας την οποία δηλώνει το προσδιοριζόμενο, την αιτία και το σκοπό. Πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη τα παρακάτω: 1. Η γενική υποκειμενική και η γενική αντικειμενική προσδιορίζουν ουσιαστικά, που έχουν ρηματική έννοια, και φανερώνουν το υποκείμενο ή το αντικείμενο της ενέργειας. Αν μετατρέψουμε τα ουσιαστικά αυτά σε ρήματα, οι γενικές θα μετατραπούν σε ονομαστικές ως υποκείμενά ή σε αιτιατικές ως αντικείμενα τους: 2. Η γενική αντιστοιχεί συνήθως με επιθετικό προσδιορισμό. Εκτός από αυτές τις βασικές σχέσεις υπάρχουν και διάφορες άλλες αποχρώσεις τους. Έτσι η γενική μπορεί να σημαίνει ακόμα: 1. καταγωγή ή συγγένεια, 2. προέλευση, 3. εξάρτηση, 4. το δημιουργό, 5. τόπο, 6. χρόνο, 7. παρομοίωση, 8. ποσότητα. Η αιτιατική ως ετερόπτωτος προσδιορισμός άλλου ουσιαστικού μπορεί να φανερώνει αναφορά και ποσό ή μέτρο. Γενικά η σύνταξη ουσιαστικών με άλλα ουσιαστικά σε πτώση αιτιατική είναι περιορισμένη. Επίθετο και ουσιαστικό. Για να γίνει νοητή η λειτουργία του επιθέτου αναφέρουμε ένα παράδειγμα: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, το μικρό βιβλίο». Με την προσθήκη του επιθέτου «μικρό» αποκλείονται όλα τα βιβλία που δεν είναι μικρά. Τα επίθετα λοιπόν περιορίζουν την έκταση της γενικής σημασίας του ουσιαστικού και προσθέτουν στο λόγο, όταν χρειάζεται, σαφήνεια και ακρίβεια. Οι επιθετικοί πάλι προσδιορισμοί δένονται στενά με τα ουσιαστικά που προσδιορίζουν, κάποτε μάλιστα τόσο στενά, ώστε το ονοματικό σύνολο που σχηματίζουν μπορεί να αποδοθεί με μία μόνο λέξη (π.χ. μικρές υποθέσεις = μικροϋποθέσεις). Ένα ουσιαστικό μπορεί να έχει περισσότερους από έναν επιθετικούς προσδιορισμούς. Ως επιθετικοί προσδιορισμοί, εκτός από τα επίθετα, χρησιμοποιούνται αντωνυμίες, αριθμητικά, μετοχές και ουσιαστικά. Πολύ συχνά το ουσιαστικό που προσδιορίζει ο επιθετικός προσδιορισμός παραλείπεται, γιατί εύκολα μπορούμε να το εννοήσουμε· τότε ο επιθετικός προσδιορισμός παίρνει τη θέση του ουσιαστικού. Π.χ. «Οι νέοι είναι η ελπίδα του έθνους» (= οι νέοι άνθρωποι). Τα επίθετα που δίνουν μια ιδιότητα παροδική ονομάζονται κατηγορηματικοί προσδιορισμοί. Τα επίθετα που χρησιμοποιούνται ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί είναι άναρθρα, ενώ τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από αυτά είναι σχεδόν πάντοτε έναρθρα και σπάνια άναρθρα. Ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται συχνά τα επίθετα: όλος, ολόκληρος, ακέραιος, ατόφιος, μισός, μονός, διπλός, μόνος, μοναχός κ.ά. Ορισμένα επίθετα δέχονται ως συμπλήρωμα στο νόημά τους ουσιαστικά (ή αντωνυμίες) σε άλλη πτώση, που αποτελούν μαζί τους ονοματικό σύνολο. Τα ουσιαστικά αυτά είναι ετερόπτωτοι προσδιορισμοί των επιθέτων. Το ρήμα. Η ιδιότητα που έχει το ρήμα να δείχνει κάθε φορά τι κάνει το υποκείμενο ή τι παθαίνει ή σε ποια κατάσταση βρίσκεται, λέγεται διάθεση του ρήματος. Οι διαθέσεις του ρήματος είναι τέσσερις: ενεργητική, μέση, παθητική και ουδέτερη. Έτσι τα ρήματα χωρίζονται σε: α. Ρήματα ενεργητικής διάθεσης ή ενεργητικά, που φανερώνουν πως το υποκείμενο απλώς ενεργεί. β. Ρήματα μέσης διάθεσης ή μέσα, που φανερώνουν πως το υποκείμενο ενεργεί και η ενέργεια πηγαίνει στο ίδιο. γ. Ρήματα παθητικής διάθεσης ή παθητικά, που φανερώνουν πως το υποκείμενο παθαίνει κάτι, δηλαδή δέχεται μια ενέργεια, από άλλο πρόσωπο ή πράγμα. δ. Ρήματα ουδέτερης διάθεσης ή ουδέτερα, που φανερώνουν πως το υποκείμενο ούτε ενεργεί ούτε δέχεται ενέργεια, αλλά βρίσκεται σε μια κατάσταση. Δεν πρέπει να συγχέουμε τη διάθεση με τη φωνή. Φωνή λέγεται το σύνολο των τύπων τους οποίους σχηματίζει το ρήμα κατά την κλίση του· οι φωνές είναι δύο: η ενεργητική και η παθητική. Στην ενεργητική ανήκουν τα ρήματα που έχουν κατάληξη -ω(-ώ) στο α ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα. Στην παθητική ανήκουν τα ρήματα που έχουν κατάληξη -μαι στο α’ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα. Η φωνή αναφέρεται στη μορφή του ρήματος, ενώ η διάθεση αναφέρεται στη σημασία του. Έτσι ένα ρήμα μπορεί να βρίσκεται στην ενεργητική φωνή χωρίς να έχει ενεργητική διάθεση και αντίστροφα ένα ρήμα να έχει ενεργητική διάθεση χωρίς να βρίσκεται στην ενεργητική φωνή. Τα ρήματα κάποτε αλλάζουν διάθεση ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Τα λεγόμενα μεταβατικά ρήματα έχουν απαραίτητο συμπλήρωμα της έννοιας τους το αντικείμενο, δηλαδή ένα όνομα, συνήθως ουσιαστικό ή ό,τι μπορεί να είναι ισοδύναμο με ουσιαστικό, που φανερώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει ή με το οποίο έχει σχέση η ενέργεια του υποκείμενου του μεταβατικού ρήματος. Η έννοια ενός μεταβατικού ρήματος μπορεί να συμπληρώνεται με ένα μόνο αντικείμενο, ενώ ενός άλλου με δύο αντικείμενα. Στην πρώτη περίπτωση το ρήμα χρειάζεται ως συμπλήρωμα μία μόνο πλάγια πτώση ονόματος και λέγεται μονόπτωτο, ενώ στη δεύτερη χρειάζεται ως συμπλήρωμα δύο πλάγιες πτώσεις ονομάτων και λέγεται δίπτωτο (Τα εγγόνια έδωσαν του παππού δώρα). Όταν το ρήμα είναι μονόπτωτο, έχουμε το αντικείμενο σε αιτιατική. Τα περισσότερα από τα μονόπτωτα ρήματα συντάσσονται με αιτιατική (εξωτερικό αντικείμενο). Τα ρήματα μέλει, νοιάζει, ενδιαφέρει, συμφέρει συντάσσονται με αιτιατική ονόματος προσώπου ή αντωνυμίας προσωπικής ή δεικτικής. Το συμφέρει συντάσσεται και με εμπρόθετο προσδιορισμό. Αν το αντικείμενο είναι από την ίδια ρίζα με το ρήμα ή από διαφορετική που έχει όμως συγγενική σημασία με αυτό, τότε λέγεται εσωτερικό ή σύστοιχο αντικείμενο. Το σύστοιχο αντικείμενο συχνά συνοδεύεται από έναν επιθετικό προσδιορισμό. Πολλές φορές το ίδιο το σύστοιχο αντικείμενο παραλείπεται και μένει μόνο ο επιθετικός του προσδιορισμός ως σύστοιχο αντικείμενο. Οποιασδήποτε διάθεσης ρήματα μπορούν να πάρουν σύστοιχο αντικείμενο. Λίγα είναι τα μονόπτωτα ρήματα που συντάσσονται με γενική. Στη θέση αυτής της γενικής μπορεί να υπάρχει εμπρόθετο αντικείμενο (με μια από τις προθέσεις με, σε, από + αιτιατική). Από τα δύο διαφορετικά αντικείμενα ενός δίπτωτου ρήματος το ένα λέγεται άμεσο αντικείμενο, γιατί σ’ αυτό πηγαίνει ή με αυτό σχετίζεται άμεσα η ενέργεια του υποκείμενου του ρήματος και το άλλο λέγεται έμμεσο αντικείμενο, γιατί σ’ αυτό πηγαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκείμενου του ρήματος. Το έμμεσο αντικείμενο μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο προσδιορισμό (στη Μαρία, στα μαθηματικά). Πολλά δίπτωτα ρήματα συντάσσονται με αιτιατική και γενική. Σ’ αυτά άμεσο αντικείμενο είναι εκείνο που εκφέρεται με πτώση αιτιατική, γιατί σ’ αυτό πηγαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκείμενου του ρήματος, ενώ έμμεσο είναι εκείνο που βρίσκεται σε γενική πτώση· αυτό δηλώνει συνήθως το πρόσωπο στο οποίο πηγαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκείμενου του ρήματος και μπορεί να αναλυθεί σε εμπρόθετο. Αρκετά είναι τα ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές από τις οποίες συχνά η μία δηλώνει ένα πρόσωπο στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του υποκείμενου του ρήματος και η άλλη πράγμα. Αν συμβεί και οι δύο αιτιατικές να δηλώνουν πράγματα, τότε έμμεσο είναι εκείνη που μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο αντικείμενο. Πολλά είναι τα ρήματα που φαίνονται να συντάσσονται με δύο αιτιατικές, ενώ στην πραγματικότητα συντάσσονται με μία· η άλλη δεν είναι αντικείμενο, αλλά χρησιμεύει ως κατηγορούμενο στο αντικείμενο. Αυτό το διαπιστώνουμε καλύτερα, αν μετατρέψουμε το ενεργητικό ρήμα σε παθητικό (που στην περίπτωση αυτή είναι και συνδετικό), οπότε το άμεσο αντικείμενο γίνεται υποκείμενο, ενώ η άλλη αιτιατική γίνεται κατηγορούμενο. Παρατηρήσεις στο αντικείμενο. Ένας εμπρόθετος προσδιορισμός που σχηματίζεται με μια από τις προθέσεις από, με, σε και αιτιατική μπορεί να δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση και να ισοδυναμεί με επίρρημα, μπορεί όμως να είναι και εμπρόθετο αντικείμενο, ανάλογα με το ρήμα που προσδιορίζει. Ως αντικείμενα των μονόπτωτων ρημάτων ή των δίπτωτων (άμεσα ή έμμεσα) μπορούν να χρησιμοποιούνται και δευτερεύουσες προτάσεις. Όταν η προσωπική αντωνυμία είναι αντικείμενο, συνήθως μπαίνει μπροστά από το ρήμα και σε πλάγια πτώση. Η γενική προσωπική. Η γενική ονόματος ή προσωπικής αντωνυμίας που συνάπτεται με απρόσωπα ρήματα ή με απρόσωπες εκφράσεις ή ακόμα και με αμετάβλητα ή και με μεταβατικά ρήματα, στα οποία όμως δεν μπορεί να είναι αντικείμενό τους, φανερώνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η έννοια του ρήματος και ονομάζεται γενική προσωπική. Το πρόσωπο (που δηλώνει η γενική προσωπική) συμμετέχει σε ό,τι εκφράζει το ρήμα, ή δέχεται ωφέλεια ή βλάβη από αυτό που σημαίνει η πρόταση. Ενεργητική και παθητική σύνταξη. Πολλές φορές μπορούμε να εκφράσουμε το ίδιο νόημα και με ενεργητική και με παθητική σύνταξη. Ενεργητική σύνταξη έχουμε, όταν διατυπώνουμε ένα νόημα με ρήμα ενεργητικής διάθεσης. Παθητική σύνταξη έχουμε, όταν διατυπώνουμε ένα νόημα με ρήμα παθητικής διάθεσης. Ο εμπρόθετος προσδιορισμός, ο οποίος αποτελείται από την πρόθεση από και αιτιατική ονόματος που φανερώνει το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο προέρχεται το πάθημα του υποκείμενου, λέγεται ποιητικό αίτιο. Στην ενεργητική σύνταξη, που είναι και η πιο συχνή, εξαίρεται το υποκείμενο του μεταβατικού ρήματος, δηλαδή το πρόσωπο ή το πράγμα που δρα, ενώ στην παθητική εξαίρεται η δράση που προέρχεται από το ποιητικό αίτιο. Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται, όταν εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα. Όταν η ενεργητική σύνταξη μετατρέπεται σε παθητική (δηλαδή όταν το ρήμα ενεργητικής διάθεσης γίνεται ρήμα παθητικής διάθεσης), το αντικείμενο του μονόπτωτου μεταβατικού ρήματος γίνεται υποκείμενο του παθητικού και το υποκείμενο του γίνεται ποιητικό αίτιο στο παθητικό. Κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική, αν το ρήμα είναι δίπτωτο, τότε το έμμεσο αντικείμενο συνήθως διατηρείται. Στην περίπτωση των δύο αιτιατικών από τις οποίες η μία είναι κατηγορούμενο στην άλλη, τότε κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική το αντικείμενο γίνεται υποκείμενο του παθητικού ρήματος σε πτώση ονομαστική και η δεύτερη αιτιατική που ήταν κατηγορούμενο του αντικείμενου γίνεται και αυτή ονομαστική και είναι πια κατηγορούμενο του υποκείμενου του παθητικού ρήματος. Τα ενεργητικά μεταβατικά ρήματα που λήγουν σε -μαι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ίδια και ως ρήματα παθητικής διάθεσης. Από τα ρήματα αυτά όσα σχηματίζουν παθητική διάθεση, τη σχηματίζουν με περίφραση που το ένα μέρος της προέρχεται από το θέμα τους. Απρόσωπα λέμε τα ρήματα που δεν έχουν υποκείμενο πρόσωπο ή πράγμα που συνηθίζονται στο τρίτο ενικό πρόσωπο. Εκτός από τα απρόσωπα ρήματα υπάρχουν και οι απρόσωπες εκφράσεις. Αυτές σχηματίζονται συνήθως με το γ’ ενικό πρόσωπο του ρήματος είμαι και ένα επίθετο, ή με το γ’ ενικό πρόσωπο του ρήματος είμαι και ένα ουσιαστικό: Καλό είναι να πηγαίνουμε τώρα. Κρίμα είναι να χαθεί ο άνθρωπος. Υποκείμενο τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις έχουν συνήθως ολόκληρη πρόταση. Μερικά από τα απρόσωπα ρήματα τα χρησιμοποιούμε και ως προσωπικά. Χρόνοι και εγκλίσεις. Οι τρόποι ενέργειας του ρήματος είναι τρεις: Ο εξακολουθητικός που φανερώνει εξακολούθηση και διακρίνεται σε διεξοδικό ή διαρκή τρόπο ενέργειας, που παρουσιάζει τη συνέχεια στη διάρκεια και σε επαναληπτικό τρόπο ενέργειας, που παρουσιάζει την επανάληψη ή τη συνήθεια στη διάρκεια. Ο συνοπτικός τρόπος ενέργειας (στιγμιαίος), που παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα θεωρημένο στο σύνολό του, δηλαδή συνοπτικά. Ο συντελεσμένος τρόπος ενέργειας, που παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι τελειωμένο. Εκτός από τους τρόπους αυτούς μπορούμε να διακρίνουμε και άλλους που συνδυάζονται με τον εναρκτικό τρόπο ενέργειας και τον αποτελεσματικό τρόπο ενέργειας. Χρόνοι είναι οι μορφές που παίρνει το ρήμα, για να φανερώσει πότε και πώς γίνεται κάτι. Έτσι οι χρόνοι φανερώνουν: Τη χρονική βαθμίδα κατά την οποία γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα: το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Γι’ αυτό και διακρίνονται σε παροντικούς (ενεστώτας, παρακείμενος), παρελθοντικούς (παρατατικός, αόριστος και υπερσυντέλικος) και μελλοντικούς (στιγμιαίος μέλλοντας, εξακολουθητικός μέλλοντας και συντελεσμένος μέλλοντας). Ο τρόπος και ο χρόνος του ρήματος δηλώνονται ταυτόχρονα μόνο στην οριστική. Οι άλλες εγκλίσεις δηλώνουν μόνο τον τρόπο του ρήματος. Η σημασία των χρόνων δεν είναι η ίδια σε όλες τις εγκλίσεις, αλλά παρουσιάζει διαφορές· έτσι, άλλη είναι στην οριστική και άλλη στις άλλες εγκλίσεις. Οι εγκλίσεις είναι πέντε: 1. Η οριστική που φανερώνει το πραγματικό και το βέβαιο. Πολλές φορές όμως μέσα στο λόγο παίρνει και άλλες σημασίες. Έτσι φανερώνει: α. Το δυνατό και λέγεται δυνητική οριστική. Η δυνητική οριστική σχηματίζεται με το μόριο θα και οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου. β. Το πιθανό και λέγεται πιθανολογική οριστική. Η πιθανολογική οριστική σχηματίζεται με το πιθανολογικό μόριο θα και οριστική κάθε χρόνου. γ. Ευχή και λέγεται ευχετική οριστική. Η ευχετική οριστική σχηματίζεται με τα μόρια άμποτε, είθε, μακάρι να, ας και οριστική παρελθοντικού χρόνου. δ. Παράκληση. Η υποτακτική φανερώνει κυρίως το ενδεχόμενο και το επιθυμητό. Αυτή είναι η κύρια σημασία της. Μέσα στο λόγο όμως παίρνει και άλλες σημασίες συγγενικές: α. Προτροπή και λέγεται προτρεπτική υποτακτική. β. Παραχώρηση και λέγεται παραχωρητική υποτακτική. γ. Ευχή και λέγεται ευχετική υποτακτική. Η ευχετική υποτακτική συνοδεύεται από τις λέξεις άμποτε, είθε, μακάρι να, ας. δ. Το δυνατό και λέγεται δυνητική υποτακτική. ε. Απορία και λέγεται απορηματική υποτακτική. στ. Το πιθανό και λέγεται πιθανολογική υποτακτική. ζ. Προσταγή ή απαγόρευση και λέγεται προστακτική ή απαγορευτική υποτακτική. Η υποτακτική συνοδεύεται από τα μόρια να, ας, καθώς και από τους συνδέσμους αν, εάν, σαν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, να, για να, μη(ν), μήπως. Είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυμίας και έχει την άρνηση μη(ν). Η πιθανολογική υποτακτική είναι έγκλιση των προτάσεων κρίσης και έχει την άρνηση δε(ν). Η προστακτική φανερώνει την επιθυμία ως προσταγή. Ανάλογα όμως με το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται εκείνος που μιλά, η προσταγή μπορεί να γίνει με προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή και έντονη ενέργεια. Η προστακτική είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυμίας και έχει άρνηση μη(ν). Η μετοχή είναι έγκλιση με δικούς της κανόνες. Μετοχή έχουν ο ενεστώτας στην ενεργητική και, σπανιότερα, στην παθητική φωνή και ο παρακείμενος στην παθητική φωνή. Η μετοχή είναι και όνομα επίθετο και ρήμα· μετέχει και στα δυο. Ως επίθετο έχει γένος, αριθμό και πτώση. Ως ρήμα έχει διάθεση και χρόνους και μπορεί να πάρει υποκείμενο, αντικείμενο και προσδιορισμό. Χρησιμοποιείται αντί για επίρρημα και λέγεται επιρρηματική μετοχή και αντί για επίθετο και λέγεται επιθετική μετοχή. Η μετοχή παίρνει άρνηση μη(ν). Η μετοχή σε -οντας ή -ώντας είναι μονάχα επιρρηματική και σημαίνει κυρίως τρόπο και, πιο σπάνια, χρόνο, αιτία, υπόθεση και εναντίωση· έτσι ονομάζεται τροπική, χρονική, αιτιολογική, υποθετική και εναντιωματική. Η μετοχή εξάλλου αναλύεται, ανάλογα με τη σημασία της, σε πρόταση: χρονική, αιτιολογική, υποθετική και εναντιωματική. Η τροπική μετοχή αναλύεται σε εμπρόθετο προσδιορισμό. Τέλος, η μετοχή έχει πάντοτε σχεδόν το ίδιο υποκείμενο με το ρήμα που προσδιορίζει και λέγεται συνημμένη. Κάποτε όμως προσδιορίζει ολόκληρη την πρόταση στην οποία ανήκει. Τότε έχει δικό της υποκείμενο, ή φαίνεται να μην έχει καθόλου υποκείμενο, και λέγεται απόλυτη. Άλλη μετοχή είναι εκείνη του παθητικού παρακείμενου, που έχει συνήθως επιθετικό χαρακτήρα και χρησιμοποιείται όπως κάθε επίθετο. Η μετοχή του παθητικού ενεστώτα τελειώνει σε -ούμενος ή -άμενος ή -όμενος και χρησιμοποιείται όπως και η μετοχή του παθητικού παρακείμενου ως επιθετικός προσδιορισμός ή ως κατηγορηματικός προσδιορισμός ή και ως κατηγορούμενο. Μερικές από τις μετοχές αυτές έχουν γίνει ουσιαστικά. Το απαρέμφατο δεν είναι πια σε χρήση. Στην επιστήμη όμως και ειδικότερα στη φιλοσοφία, καθώς και σε ορισμένες στερεότυπες εκφράσεις χρησιμοποιούμε κάποτε απαρέμφατα. Από τα αρχαία απαρέμφατα προέρχονται και οι λέξεις φα(γ)ί (αρχαίο φαγείν), το έχει (το έχειν, η περιουσία). Από τις λέξεις αυτές μερικές έγιναν ονόματα κλιτά: το φα(γ)ί, του φαγιού. Αντωνυμίες. Οι λέξεις που μεταχειριζόμαστε αντί για ονόματα λέγονται αντωνυμίες, όπως το δείχνει και η ετυμολογία της λέξης. Η αντωνυμία αντικαθιστά ένα όνομα που πρέπει να είναι γνωστό ή να έχει δηλωθεί τουλάχιστο μια φορά. Οι αντωνυμίες ανήκουν στα κλιτά μέρη του λόγου και μπορούν να λειτουργούν μέσα στην πρόταση όπως και ένα όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο): υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, επιθετικός προσδιορισμός. Οι αντωνυμίες είναι πολλών ειδών. Οι προσωπικές φανερώνουν το πρόσωπο που μιλάει ή τα πρόσωπα που μιλούν. Οι κτητικές αντωνυμίες φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, τον κτήτορα, και γι’ αυτό λέγονται και κτητικές. Οι μονολεκτικές κτητικές αντωνυμίες είναι γενικές κτητικές στα ονόματα που προσδιορίζουν. Ένα τρίτο είδος, οι αυτοπαθείς αντωνυμίες χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά και γι’ αυτό μπορούν να είναι: αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ. Άλλες αντωνυμίες είναι οι αλληλοπαθείς αντωνυμίες. (Ο) ένας τον άλλο (ο ένας με τον άλλο, ο ένας στον άλλο, ο ένας τ’ αλλουνού). Η μεταξύ μας, μεταξύ σας, μεταξύ τους και αναμεταξύ μας, αναμεταξύ σας, αναμεταξύ τους. Οι εκφράσεις ο ένας τον άλλο, μεταξύ μας κτλ. χρησιμοποιούνται ως αλληλοπαθείς αντωνυμίες, γιατί φανερώνουν ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν ή πάσχουν αμοιβαία. Οι οριστικές αντωνυμίες συνήθως προσδιορίζουν ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί σύναρθρα ουσιαστικά και προσωπικές ή δεικτικές αντωνυμίες, που άλλοτε υπάρχουν και άλλοτε εννοούνται. Από τις δεικτικές αντωνυμίες οι: αυτός, τούτος, εκείνος χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά, δηλαδή μόνες τους και ως επίθετα μπροστά από σύναρθρα ουσιαστικά, ενώ οι τέτοιος και τόσος, χρησιμοποιούνται πάντοτε ως επίθετα και συνοδεύουν άναρθρα ουσιαστικά ή βρίσκονται μεταξύ άρθρου και ουσιαστικού. Από τις ερωτηματικές αντωνυμίες η ποιός χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό και ως επίθετο, η πόσος μόνο ως επίθετο και η τρίτη, η τι, ως ουσιαστικό, ως επίθετο και ως επίρρημα. Η αντωνυμία τι ως επίθετο, μπορεί να συνοδεύει ουσιαστικά οποιουδήποτε γένους και οποιασδήποτε πτώσης. Πολλές φορές η αντωνυμία τι χρησιμοποιείται σε ελλειπτικές προτάσεις. Η πόσος έχει και τη σημασία «πάρα πολύς», «υπερβολικά πολύς». Από τις αόριστες αντωνυμίες άλλες χρησιμοποιούνται μόνο ως ουσιαστικά (καθένας, καθετί), άλλες μόνο ως επίθετα (κάθε, κάμποσος) και τέλος οι περισσότερες και ως ουσιαστικά και ως επίθετα. Οι αντωνυμίες ένας, καθένας και κανένας έχουν μόνο ενικό αριθμό· ο πληθυντικός τους σχηματίζεται από άλλες (κάποιοι, κάτι, τίποτε· κάθε και αριθμητικό). Οι αναφορικές αντωνυμίες είναι και όροι των αναφορικών προτάσεων που εισάγουν, ή προσδιορισμοί των όρων τους. Από τις αναφορικές αντωνυμίες η αντωνυμία ο οποίος χρησιμοποιείται μόνο ως ουσιαστικό, ενώ οι άλλες και ως ουσιαστικά και ως επίθετα. Την αντωνυμία ο οποίος τη χρησιμοποιούμε πολύ σπάνια. Ως προς το γένος, τον αριθμό και την πτώση, στα οποία μπαίνουν οι κλιτές αναφορικές αντωνυμίες, παρατηρούμε ότι συμφωνούν με τη λέξη στην οποία αναφέρονται στο γένος και στον αριθμό. Η πτώση τους κανονίζεται από το συντακτικό τους ρόλο στην πρόταση. Επιρρηματικοί προσδιορισμοί. Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί εμφανίζονται με δύο γενικότερες μορφές: είναι μονολεκτικοί ή περιφραστικοί. Μονολεκτικοί είναι οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί που αποτελούνται από μια λέξη. Περιφραστικοί είναι οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί που αποτελούνται από δύο ή περισσότερες λέξεις. Το ρήμα, ανάλογα με τη σημασία του και με τις ανάγκες του λόγου, μπορεί να πάρει όλων των ειδών τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς, όχι όμως όλα τα είδη τους. Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, οποιουδήποτε τύπου και σημασίας και αν είναι, μπορούν να προσδιορίσουν ρήματα. Δεν προσδιορίζουν όμως όλοι επίθετα, επιρρήματα και ουσιαστικά. Γι’ αυτό, στην ανάλυση που ακολουθεί, ο λόγος είναι κυρίως για επιρρηματικούς προσδιορισμούς των ρημάτων, και μόνο όπου χρειάζεται θα αναφερθούν και οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί των άλλων μερών του λόγου που αναφέραμε. Οι κυριότερες σημασίες των επιρρηματικών προσδιορισμών είναι: ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος, το ποσό, η αιτία, ο σκοπός, το αποτέλεσμα, η αναφορά, η προϋπόθεση, η εναντίωση και παραχώρηση, η βεβαίωση, η άρνηση και ο δισταγμός ή η πιθανότητα. Ο τόπος εκφράζεται με τοπικά επιρρήματα και με επιρρηματικές εκφράσεις που δηλώνουν τόπο, με εμπρόθετους προσδιορισμούς και με αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν τόπο. Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί του τόπου, εκτός από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται ή στέκεται κάποιος, δηλώνουν και τον τόπο από τον οποίο ξεκινά ή προέρχεται κάποιος ή κάτι καθώς και τον τόπο μέσα από τον οποίο ή προς τον οποίο κινείται κάποιος ή κάτι. Ο χρόνος εκφράζεται με χρονικά επιρρήματα και με επιρρηματικές εκφράσεις που δηλώνουν χρόνο, με εμπρόθετους προσδιορισμούς, με πτωτικούς προσδιορισμούς (σε αιτιατική και σπάνια σε γενική ή σε ονομαστική), με χρονικές μετοχές, με χρονικές προτάσεις και με επιρρηματικό κατηγορούμενο. Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί του χρόνου δηλώνουν, εκτός από το βαθμό της χρονικής διάρκειας, και το χρόνο κατά τον οποίο επαναλαμβάνεται κάτι. Ο τρόπος εκφράζεται με τροπικά επιρρήματα και με επιρρηματικές εκφράσεις που δηλώνουν τρόπο, με εμπρόθετους προσδιορισμούς, με πτωτικούς προσδιορισμούς (με αιτιατική ή γενική), με τροπικές μετοχές, με αναφορικές προτάσεις που δηλώνουν τρόπο και με επιρρηματικό κατηγορούμενο. Συγγενικοί με τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς του τρόπου είναι και οι προσδιορισμοί που φανερώνουν όργανο ή μέσο, συνοδεία και παρομοίωση. Το ποσό εκφράζεται με ποσοτικά επιρρήματα ή με επιρρηματικές εκφράσεις που σημαίνουν ποσό, με εμπρόθετους προσδιορισμούς, με πτωτικούς προσδιορισμούς (σε αιτιατική) και με αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν ποσό. Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί του ποσού, εκτός από τη γενική βασική σημασία τους, δηλώνουν και πόσο αξίζει ή απέχει κάτι και κατά πόσο διαφέρει ή με τΐ εξισώνεται κάποιος ή κάτι. Η αιτία εκφράζεται με το ερωτηματικό αιτιολογικό μόριο γιατί, με εμπρόθετους προσδιορισμούς, με πτωτικούς προσδιορισμούς (σε αιτιατική και σπάνια σε γενική), με αιτιολογικές μετοχές και με αιτιολογικές προτάσεις. Ο σκοπός εκφράζεται με επιρρηματικές εκφράσεις ή με το ερωτηματικό τελικό μόριο γιατί, με εμπρόθετους προσδιορισμούς, με πτωτικούς προσδιορισμούς (σε αιτιατική ή γενική) και με τελικές προτάσεις. Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού ειδικότερα μπορούν να φανερώνουν το πρόσωπο ή το πράγμα, που για χάρη, ωφέλεια, τιμή, υπεράσπιση, σωτηρία, προφύλαξη, απόκτηση, πώλησή του γίνεται κάτι. Το αποτέλεσμα εκφράζεται με εμπρόθετους προσδιορισμούς, με αποτελεσματικές προτάσεις. Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αναφοράς εκφέρονται με εκφράσεις (όσο για + αιτ., σχετικά με + αιτ., ως προς + αιτ., σε σχέση με + αιτ., αναφορικά προς + αιτ., αναφορικά με + αιτ.) και με εμπρόθετους προσδιορισμούς. Η προϋπόθεση ή ο όρος εκφράζεται κυρίως με εμπρόθετους προσδιορισμούς και με υποθετικές προτάσεις. Η εναντίωση εκφράζεται κυρίως με εμπρόθετους προσδιορισμούς και με εναντιωματικές ή παραχωρητικές προτάσεις. Εκφράζεται επίσης και με μετοχή. Τα επιρρήματα καθώς και άλλες λέξεις ή ομάδες λέξεων ισοδύναμες με επιρρήματα (τα βεβαιωτικά ναι, μάλιστα, βέβαια, βεβαίως, βεβαιότατα, αναμφίβολα, όντως, πράγματι, οπωσδήποτε, εξάπαντος, αμέ, αληθινά, ασφαλώς, σωστά, ακριβώς, σίγουρα, κ.ά., τα αρνητικά όχι, δε(ν), μη(ν), ποτέ, ουδέποτε, μπα κ.ά., τα διστακτικά ή πιθανολογικά ίσως, δήθεν, πιθανόν, πιθανώς, πιθανότατα, τάχα, τάχατε, άραγε σάμπως κ.ά.) δηλώνουν βεβαίωση, άρνηση, διασταγμό ή πιθανότητα. Σύνδεση προτάσεων. Οι προτάσεις είναι κύριες και δευτερεύουσες (εξαρτημένες). Όταν θέλουμε να εκφράσουμε ένα απλό νόημα, μας αρκεί μία μόνο κύρια πρόταση. Όταν όμως θέλουμε να εκφράσουμε ένα σύνθετο νόημα, έχουμε ανάγκη όχι μόνο από μία αλλά από δύο ή περισσότερες προτάσεις. Τρεις είναι οι τρόποι με τους οποίους οι προτάσεις αυτές παρουσιάζονται στο λόγο: Μπαίνουν η μια κοντά στην άλλη, χωρίς σύνδεσμο, συνδέονται με συνδέσμους παρατακτικούς και συνδέονται με υποτακτικούς συνδέσμους. Η σύνδεση αυτή των προτάσεων λέγεται υποτακτική, γιατί με αυτήν υποτάσσουμε, δηλαδή εξαρτούμε τη δευτερεύουσα πρόταση από μια άλλη. Στην υποτακτική σύνδεση οι προτάσεις είναι ανόμοιες, δηλαδή η μια κύρια και η άλλη δευτερεύουσα. Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι συνδέουν βασικά τις προτάσεις καταφατικά (= χωρίς να υπάρχει άρνηση στις προτάσεις) και αποφατικά (= με άρνηση και στις δυο προτάσεις ή μόνο στη μία). Η καταφατική σύνδεση γίνεται με το σύνδεσμο και, ενώ η αποφατική με: δε(ν) ... και δε(ν), ούτε ... ούτε, και δε(ν), δε(ν)... και κτλ. σε προτάσεις κρίσης και με: μη(ν)... και μη(ν), μήτε να ... μήτε να, και μη(ν), μη(ν) .. και κτλ. σε προτάσεις επιθυμίας. Ο και ως παρατακτικός σύνδεσμος συνδέει προτάσεις που έχουν μεταξύ τους σχέσεις χρόνου ή αναφέρονται σε πράξεις που η μία γίνεται έπειτα από την άλλη. Οι διαχωριστικοί σύνδεσμοι (ή, είτε) συνδέουν δύο ή περισσότερες προτάσεις. Όταν οι προτάσεις είναι δύο, ο διαχωριστικός σύνδεσμος ή μπαίνει συνήθως μόνο μια φορά, ενώ ο είτε σχεδόν πάντοτε δυο φορές. Σε έμφαση, και ο σύνδεσμος ή μπαίνει δυο φορές. Όταν οι προτάσεις είναι περισσότερες από δύο, τότε ο διαχωριστικός σύνδεσμος μπαίνει συνήθως μπροστά από κάθε πρόταση ή κάποτε μόνο στην τελευταία. Σε μερικές περιπτώσεις αντί για διαχωριστικούς συνδέσμους έχουμε τύπους του ρήματος θέλω. Οι διαχωριστικοί σύνδεσμοι πολλές φορές παραλείπονται, όταν οι δύο προτάσεις είναι αντίθετες μεταξύ τους. Συμπερασματικοί (ή αποτελεσματικοί) σύνδεσμοι είναι: λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως. Επιρρήματα που χρησιμοποιούνται ως συμπερασματικοί σύνδεσμοι είναι: τώρα, τότε, έπειτα, ύστερα, το εμπρόθετο γι’ αυτό κ.ά. Υποτακτική σύνδεση προτάσεων έχουμε με τους υποτακτικούς συνδέσμους, με το να, με αναφορικές ή ερωτηματικές αντωνυμίες και με αναφορικά ή ερωτηματικά επιρρήματα, που εισάγουν δευτερεύουσες (εξαρτημένες) προτάσεις. Οι δευτερεύουσες προτάσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Σ’ αυτές που χρησιμοποιούνται, όπως συνήθως τα ονόματα, ως υποκείμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ. και γι’ αυτό λέγονται ονοματικές προτάσεις. Αυτές ως προς την ιδιαίτερη σημασία τους είναι: ειδικές, βουλητικές, ενδοιαστικές, πλάγιες ερωτηματικές και αναφορικές ονοματικές και σ’ αυτές που προσδιορίζουν κυρίως το ρήμα μιας πρότασης ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί και γι’ αυτό λέγονται επιρρηματικές προτάσεις. Ειδικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους (ότι, πως, που) και συμπληρώνουν το περιεχόμενο μονολεκτικών ή περιφραστικών ρημάτων ή άλλων όρων της πρότασης. Η ειδική πρόταση χρησιμοποιείται ως αντικείμενο, υποκείμενο ή επεξήγηση. Ειδική πρόταση ως αντικείμενο παίρνουν ρήματα που σημαίνουν λέγω, νομίζω, αισθάνομαι, γνωρίζω, δείχνω, κτλ. καθώς και περιφράσεις με παρόμοια σημασία (έχω τη γνώμη, είμαι βέβαιος κτλ.). Ειδική πρόταση ως υποκείμενο παίρνουν απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων, όπως: διαδίδεται, φαίνεται ή είναι κρίμα. Ειδική πρόταση ως επεξήγηση παίρνουν ουσιαστικά που έχουν συνήθως σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων και δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες ουδέτερου γένους, όπως: αυτό, εκείνο, ένα κτλ. Η ειδική πρόταση ως επεξήγηση χωρίζεται στο γραπτό λόγο πάντοτε με κόμμα, που αντιστοιχεί στον προφορικό με παύση. Οι ειδικές προτάσεις ανάλογα με το περιεχόμενο τους εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική και πιθανολογική οριστική. Ειδικές προτάσεις χρησιμοποιούνται και με το σύνδεσμο να με άρνηση μη(ν). Τότε η ειδική πρόταση εκφράζει κάποια αμφιβολία, αν και εκφέρεται με οριστική, και ακολουθεί συνήθως ύστερα από τα ρήματα πιστεύω, θυμούμαι, σκέφτομαι, φαίνομαι κ.ά. ή την περίφραση είναι πιθανό (απίθανο). Ως ειδικός σύνδεσμος χρησιμοποιείται κάποτε και ο σύνδεσμος και. Μερικές εξάλλου φορές στον προφορικό λόγο με τα προηγούμενα ρήματα (αισθάνομαι ή νομίζω) καθώς και με ρήματα που σημαίνουν λέγω παραλείπεται ο σύνδεσμος. Βουλητικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ενός ρήματος ή ενός άλλου όρου, μονολεκτικού ή περιφραστικού, μιας πρότασης, που σημαίνει θέλω, μπορώ, προτρέπω, εμποδίζω, αναγκάζομαι κ.ά. Έχουν άρνηση μη(ν). Η βουλητική πρόταση χρησιμοποιείται ως αντικείμενο, υποκείμενο ή επεξήγηση. Βουλητική πρόταση ως υποκείμενο παίρνουν απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων. Βουλητικές προτάσεις ως επεξήγηση παίρνουν επίσης ουσιαστικά ή αντωνυμίες, συνήθως δεικτικές ή αόριστες, σε ουδέτερο γένος. Επίσης βουλητική πρόταση ως προσδιορισμός ακολουθεί: έπειτα από ουσιαστικά ή επίθετα που έχουν σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων καθώς και έπειτα από τις προθέσεις αντί, δίχως, χωρίς, ίσαμε και τις προθέσεις από, με, σε με το άρθρο το (δηλαδή: από το, με το, στο) μαζί με τις οποίες δηλώνουν διάφορες επιρρηματικές σχέσεις. Οι βουλητικές προτάσεις εκφέρονται κανονικά με υποτακτική. Αλλά κάποτε και με οριστική παρατατικού η και με οριστική οποιουδήποτε παρελθοντικού χρόνου, όταν δηλώνουν κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή μια απλή σκέψη του προσώπου που μιλά. Ενδοιαστικές ή διστακτικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους διστακτικούς συνδέσμους μη(ν) μήπως και φανερώνουν κάποιο φόβο (ενδοιασμό) ή ανησυχία μήπως γίνει κάτι δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ή μήπως δε γίνει κάτι το επιθυμητό. Έχουν άρνηση δε(ν). Οι ενδοιαστικές προτάσεις, όταν εκφράζουν φόβο μήπως γίνει κάτι, εισάγονται με τους συνδέσμους μήπως, μη(ν), ενώ όταν εκφράζουν φόβο μήπως δε γίνει κάτι με τους μήπως δε(ν), μη δε(ν). Η ενδοιαστική πρόταση χρησιμοποιείται κυρίως ως αντικείμενο ή ως επεξήγηση. Ενδοιαστική πρόταση ως αντικείμενο παίρνουν ρήματα ή περιφράσεις που σημαίνουν φόβο ή ανησυχία. Ενδοιαστικές προτάσεις ως επεξήγηση παίρνουν ουσιαστικά που έχουν σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων ή αντωνυμίες δεικτικές ή αόριστες συνήθως ουδέτερου γένους. Οι ενδοιαστικές προτάσεις εκφέρονται κανονικά με υποτακτική, γιατί φανερώνουν κάτι που δεν έγινε, κάτι που θεωρείται ενδεχόμενο και μελλοντικό. Πολλές φορές όμως εκφέρονται και με οριστική. Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που περιέχουν ερώτηση και εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.), ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πότε, πώς κτλ.) και συνδέσμους (αν, γιατί, μήπως κτλ.). Η πλάγια ερωτηματική πρόταση χρησιμοποιείται κυρίως ως αντικείμενο, υποκείμενο ή επεξήγηση. Πλάγια ερωτηματική πρόταση ως αντικείμενο παίρνουν τα ρήματα ή οι περιφράσεις που σημαίνουν ερώτηση, απορία, αμφιβολία, γνώση, αίσθηση κτλ., όπως: ρωτώ, απορώ, σκέπτομαι, αμφιβάλλω, ξέρω, βλέπω κτλ. ή δεν είμαι βέβαιος, δεν έχω ιδέα, δε βρίσκω εξήγηση κτλ. Πλάγια ερωτηματική πρόταση ως υποκείμενο παίρνουν μερικές απρόσωπες εκφράσεις με σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων. Ερωτηματική πρόταση ως επεξήγηση παίρνουν ουσιαστικά, όπως: ερώτηση, απορία, αμφιβολία, σκέψη κτλ., ή αντωνυμίες συνήθως δεικτικές ή αόριστες ουδέτερου γένους, όπως: αυτό, εκείνο, κάτι, ένα κτλ. Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ανάλογα με το περιεχόμενο τους εκφέρονται με οριστική, με δυνητική οριστική ή με υποτακτική απορηματική (υποτακτική με το να). Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις αντιστοιχούν σε ευθείες ερωτηματικές προτάσεις και, όπως κι εκείνες, διακρίνονται: 1. Σε ερωτήσεις που δηλώνουν ολική άγνοια. Σ’ αυτές η απάντηση είναι ένα ναι ή ένα όχι ή άλλες λέξεις που εκφράζουν διάφορες αποχρώσεις του ναι ή του όχι, όπως: βέβαια, φυσικά, ασφαλώς κτλ. ή ένα ρήμα ή και τα δυο μαζί και αναφέρεται σε όλο το περιεχόμενο της ερωτηματικής πρότασης (και κυρίως στο ρήμα). 2. Σε ερωτήσεις που δηλώνουν μερική άγνοια. Αυτές εισάγονται με ερωτηματική αντωνυμία ή ερωτηματικό επίρρημα και η απάντηση αναφέρεται σε ένα μόνο μέρος του περιεχόμενου της ερωτηματικής πρότασης (συνήθως στην αντωνυμία ή στο επίρρημα), γι’ αυτό και δεν είναι ναι ή όχι. Αιτιολογικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ή με λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (γιατί, επειδή, αφού ή που, καθώς, μια και, μια που, σαν... που κ.ά.) και φανερώνουν την αιτία για την οποία γίνεται αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται. Έχουν άρνηση δε(ν). Οι αιτιολογικές προτάσεις ανάλογα με το περιεχόμενο τους εκφέρονται με απλή οριστική, με δυνητική οριστική ή με πιθανολογική οριστική. Τελικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να, να) και δείχνουν σε ποιο σκοπό αποβλέπει αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται. Έχουν άρνηση μη (ν). Οι τελικές προτάσεις εκφέρονται κανονικά με υποτακτική και κάποτε και με οριστική παρατατικού, όταν δηλώνεται σκοπός ανεκπλήρωτος ή όταν υπάρχει έλξη από το ρήμα παρελθοντικού χρόνου της πρότασης που προσδιορίζεται. Οι τελικές προτάσεις πρέπει να διακρίνονται από τις βουλητικές. Οι βουλητικές είναι ονοματικές προτάσεις χωρίς ιδιαίτερη επιρρηματική σημασία και ποτέ δεν εισάγονται με το σύνδεσμο για να αλλά μόνο με το βουλητικό να. Οι τελικές είναι επιρρηματικές προτάσεις, εισάγονται κυρίως με το σύνδεσμο για να και, όταν εισάγονται με το σύνδεσμο να, αυτός μπορεί να αντικατασταθεί με το για να. Αποτελεσματικές (ή συμπερασματικές) λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, που), με το σύνδεσμο να ή με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αποτελεσματικοί σύνδεσμοι (ώστε να, που να, για να κτλ.) και φανερώνουν ποιο είναι το αποτέλεσμα του περιεχόμενου της πρότασης που προσδιορίζεται. Συχνά στην πρόταση που προσδιορίζεται υπάρχει η δεικτική αντωνυμία τέτοιος ή τόσος ή το επίρρημα τόσο ή έτσι ή άλλη ισοδύναμη έκφραση. Οι προτάσεις που εισάγονται με τους συνδέσμους ώστε και που έχουν άρνηση δε(ν), ενώ όσες εισάγονται με εκφράσεις που έχουν να (ώστε να, που να κτλ.) έχουν άρνησημη(ν). Οι αποτελεσματικές προτάσεις που εισάγονται με τους συνδέσμους ώστε και που εκφέρονται με οριστική οποιουδήποτε χρόνου, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα πραγματικό ή με οριστική δυνητική ή πιθανολογική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα που είναι δυνατό ή πιθανό. Όταν εκφέρονται με το να ή με ώστε να, που να κτλ. εκφέρονται με υποτακτική και δηλώνουν αποτέλεσμα που είναι πιθανό ή δυνατό ή κάποτε και πραγματικό γεγονός. Υποθετικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τον υποθετικό σύνδεσμο αν (εάν) και περιέχουν την προϋπόθεση (τον όρο) που πρέπει να ισχύει, για να γίνει αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται. Έχουν άρνηση δε(ν). Η υποθετική πρόταση λέγεται και υπόθεση και η πρόταση που προσδιορίζεται απ’ αυτήν απόδοση. Η υπόθεση και η απόδοση μαζί λέγονται υποθετικός λόγος. Για να εκφραστεί εντονότερα μια υπόθεση, αντί για υποθετική πρόταση μπορεί να έχουμε ευθεία ερώτηση ή δύο ή περισσότερες υποθετικές προτάσεις με αντίθετο περιεχόμενο μπορεί να παρουσιάζουν την ίδια πρόταση και να συνδέονται μεταξύ τους με διαχωριστικούς συνδέσμους χωρίς υποθετικό σύνδεσμο ή με το και και με υποθετικό σύνδεσμο. Πολλές φορές όμως από υποθετικούς λόγους λείπει η υπόθεση ή η απόδοση, γιατί εύκολα μπορούν να αντικατασταθούν από μια λέξη που υπάρχει ήδη στη φράση. Πολλές φορές προτάσεις που εισάγονται με αν δεν είναι υποθέσεις και δεν υπάρχει πραγματικός υποθετικός λόγος. M’ αυτές εκφράζεται πιο παραστατικά: παρομοίωση, έντονη αντίθεση, αιτία, αποτέλεσμα, ανάπτυξη του αόριστου νοήματος και απειλή. Εναντιωματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αντιθετικούς συνδέσμους αν και, ενώ μολονότι καθώς και με μόλο που, και που, που, και ας, ας κτλ. και φανερώνουν εναντίωση, δηλαδή ισχυρή αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται και που το θεωρούμε πραγματικό. Οι εναντιωματικές προτάσεις εκφέρονται με οριστική και έχουν άρνηση δε(ν), εκτός από τις προτάσεις που εισάγονται με το και ας, στις οποίες η άρνηση είναι μη(ν). Παραχωρητικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τα: και αν, και να (ή και... να), που να, να, ας ... και, και φανερώνουν εναντίωση και παραχώρηση. Η εναντίωση γίνεται, όπως και στις εναντιωματικές προτάσεις, προς αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται, το οποίο όμως δεν το θεωρούμε πραγματικό αλλά ενδεχόμενο ή και αδύνατο. Η παραχώρηση γίνεται σε κάτι που είναι αντίθετο από αυτό που δηλώνει η παραχωρητική πρόταση. Οι παραχωρητικές προτάσεις εκφέρονται με οριστική παρελθοντικού χρόνου, κυρίως όταν το νόημά τους αναφέρεται στο παρελθόν και με υποτακτική, όταν το νόημά τους αναφέρεται στο παρόν ή στο μέλλον. Οι παραχωρητικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν), εκτός από εκείνες που εισάγονται με και αν, στις οποίες η άρνηση είναι δε(ν). Χρονικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους όταν, σαν ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να) μόλις, προτού, ώσπου, ωσότου, όσο που, όποτε, άμα ή με λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως χρονικοί σύνδεσμοι (όσο, ότι, εκεί που, όσο που να, έως ότου να, κάθε που κλπ.) και προσδιορίζουν χρονικά μία άλλη πρόταση. Στις χρονικές προτάσεις η άρνηση είναι δε(ν), εκτός αν ο χρονικός σύνδεσμος έχει να, οπότε η άρνηση είναι μη(ν). Ως χρονικός σύνδεσμος χρησιμοποιείται κάποτε και ο σύνδεσμος και. Αναφορικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες (που, όποιος, ο οποίος, όσος, ό,τι) ή με αναφορικά επιρρήματα (όπου, που, όπως, πως, όσο, καθώς, σαν, ωσάν) και προσδιορίζουν κάποιον όρο μιας άλλης πρότασης, ο οποίος είτε υπάρχει στην πρόταση είτε παραλείπεται και εννοείται. Έχουν άρνηση δε(ν), αλλά όταν υπάρχει στην αναφορική πρόταση ο σύνδεσμος να, τότε η άρνηση είναι μη(ν). Οι αναφορικές προτάσεις είναι ονοματικές και επιρρηματικές. Ονοματικές λέγονται οι αναφορικές προτάσεις που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και προσδιορίζουν, όπως και οι ονοματικοί προσδιορισμοί, έναν ονοματικό όρο μιας άλλης πρότασης. Επιρρηματικές λέγονται οι αναφορικές προτάσεις που εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα ή με άλλους αναφορικούς επιρρηματικούς προσδιορισμούς και προσδιορίζουν ένα επίρρημα ή έναν άλλο επιρρηματικό προσδιορισμό μιας πρότασης. Οι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις δηλώνουν, όπως και οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί, τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, συμφωνία, εναντίωση ή παραχώρηση και παρομοίωση. Πολλές αναφορικές προτάσεις περιέχουν μια επιρρηματική έννοια και έτσι δηλώνουν, όπως και οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί αιτία, σκοπό, αποτέλεσμα, προϋπόθεση και εναντίωση ή παραχώρηση. Τα μόρια. Τα μόρια είναι μονοσύλλαβες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κυρίως, για να σχηματίζουμε χρόνους και εγκλίσεις ρημάτων. Τα μόρια αυτά (ας, θα, να, μα, για), ανάλογα με τη σημασία τους, έχουν και κάποιο όνομα (μελλοντικό, δυνητικό, δεικτικό κ.ά.). Στο συντακτικό θεωρούμε μόρια όλες γενικά τις άκλιτες λέξεις, όταν τις χρησιμοποιούμε έξω από την κανονική τους σημασία, για να εκφράζουμε διάφορες σημασίες με τις οποίες δηλώνονται κυρίως επιρρηματικές σχέσεις. Τα σχήματα. Τα σχήματα προέρχονται από ιδιορρυθμίες της σύνταξης και αναφέρονται στη γραμματική συμφωνία των λέξεων και των φράσεων μεταξύ τους. Τέτοια σχήματα είναι τα επόμενα: Το σχήμα κατά το νοούμενο. Στο σχήμα αυτό η σύνταξη δεν ακολουθεί το γραμματικό τύπο των λέξεων αλλά το νόημα. Το σχήμα σύμφυρσης. Η σύμφυρση δημιουργείται με την ανάμειξη δύο συντάξεων. Το σχήμα ανακολουθίας ή ανακόλουθο. Στο σχήμα αυτό οι λέξεις που ακολουθούν δε βρίσκονται σε συντακτική συμφωνία με τις προηγούμενες. Έτσι: α) ο λόγος αρχίζει με ονομαστική και τελειώνει με πλάγια πτώση: Η κυρα-Ρήνη του Κριτού, του Δούκα η θυγατέρα, χρόνους της γράφουν τα προικιά (αντί: της κυρα-Ρήνης... της γράφουν) β) ο λόγος αρχίζει με πλάγια πτώση και τελειώνει με ονομαστική: Τρεις βίγλες θα του βάλω· (τρεις βίγλες: αντικείμενο σε αιτιατική) τρεις βίγλες, τρεις βιγλάτορες (τρεις βιγλάτορες: αντικείμενο σε αιτιατική). και οι τρεις αντρειωμένοι (αντί: και τους τρεις αντρειωμένους). Το σχήμα του καθολικού και του μερικού. Στο σχήμα αυτό το ουσιαστικό που δηλώνει διαιρεμένο σύνολο δεν εκφράζεται με γενική ή με εμπρόθετο (από την αιτιατική), αλλά ομοιόπτωτα με το όνομα που προσδιορίζει. Το σχήμα έλξης. Στο σχήμα αυτό ένας όρος μιας πρότασης, έλκεται, δηλαδή παρασύρεται, από άλλο επικρατέστερο και συμφωνεί μ’ αυτόν και όχι μ’ εκείνον που απαιτεί το νόημα και η σειρά του λόγου. Το σχήμα υπαλλαγής. Στο σχήμα αυτό ένας επιθετικός προσδιορισμός δε συμφωνεί στην πτώση με τη γενική (κτητική), στην οποία ανήκει, αλλά με το ουσιαστικό που προσδιορίζει η γενική. Το σχήμα πρόληψης. Πρόληψη έχουμε, όταν το υποκείμενο της εξαρτημένης πρότασης μπαίνει προληπτικά αντικείμενο στην κυρία. Στο λόγο μας χρησιμοποιούμε συχνά άλλοτε λιγότερες και άλλοτε περισσότερες λέξεις από όσες χρειαζόμαστε, για να εκφράσουμε ένα νόημα. Το σχήμα λόγου που δημιουργείται, όταν χρησιμοποιούμε λιγότερες λέξεις από τις κανονικές, λέγεται έλλειψη και όταν χρησιμοποιούμε περισσότερες λέξεις, λέγεται πλεονασμός. Στο σχήμα αυτό παραλείπονται λεκτικά στοιχεία, που εύκολα μπορούν να εννοηθούν είτε από την κοινή χρήση είτε από τη σειρά του λόγου και τα συμφραζόμενα. Υπάρχουν ακόμα πολλά σχήματα λόγου. Απ’ αυτά αναφέρουμε μερικά βασικά: Η μεταφορά. Στο σχήμα αυτό η σημασία μιας λέξης επεκτείνεται αναλογικά και σε άλλες συγγενικές λέξεις, που συμβαίνει να έχουν κάποια μικρή ή μεγάλη ομοιότητα με αυτήν. Σχήμα κατεξοχήν. Στο σχήμα αυτό η σημασία της λέξης στενεύει και τότε χρησιμοποιείται με μια μόνο, ορισμένη, έννοια. Συνεκδοχή. Κατά τη συνεκδοχή χρησιμοποιείται στο λόγο: το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή, το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο και αντίστροφα. Χρησιμοποιείται επίσης η ύλη αντί για το πράγμα που έχει γίνει από την ύλη αυτή και εκείνο που παράγει αντί για κείνο που παράγεται από αυτό. Μετωνυμία. Σ’ αυτή χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη, η οποία φανερώνει το δημιούργημα του, το όνομα του εφευρέτη αντί για τη λέξη που φανερώνει την εφεύρεσή του, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενο του και αντίστροφα και το αφηρημένο αντί για το συγκεκριμένο και αντίστροφα. Αντίφραση. Κατά την αντίφραση μια λέξη ή φράση παίρνει τη θέση κάποιας άλλης που έχει παρόμοια ή και αντίθετη με αυτή σημασία. Είδη αντίφρασης είναι: η λιτότητα, η ειρωνεία και ο ευφημισμός. Υπερβολή. Με το λεκτικό αυτό τρόπο λέμε κάτι που ξεπερνά το φυσικό και το συνηθισμένο, για να προκαλέσουμε εντύπωση. Αλληγορία. Η αλληγορία είναι μια μεταφορική έκφραση, η οποία κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φανερώνουν οι λέξεις της. Αλληγορικό μπορεί να είναι και ένα ολόκληρο κείμενο, πεζό ή ποιητικό. Προσωποποίηση. Με την προσωποποίηση αποδίδουμε ιδιότητες ανθρώπινες σε έμψυχα ή σε άψυχα ή σε αφηρημένες έννοιες και ιδέες. Παρομοίωση. Παρομοίωση έχουμε, όταν, για να τονίσουμε μια ιδιότητα ενός προσώπου ή ενός πράγματος ή μιας ιδέας, το συσχετίζουμε με κάτι άλλο πολύ γνωστό, που έχει την ίδια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό. Το εξώφυλλο συλλογής διδασκαλιών για το συντακτικό που έγινε στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας από τον διεθνούς φήμης γλωσσολόγο Ιακώβ Ουακερνάγκελ, έκδοση του 1924.
* * *
το, Ν
γραμμ. βλ. συντακτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συντακτικό — το το μέρος των γραμματικής που πραγματεύεται τους κανόνες σύνταξης μιας γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοριάδης, Νίκος — (Κορυφή Κιλκίς 1931 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Ο Γ. σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε σχολεία της ιδιωτικής εκπαίδευσης και στη συνέχεια της δημόσιας. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • αιθάνιο — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους 84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες.… …   Dictionary of Greek

  • ακατάλληλος — η, ο (Α ἀκατάλληλος, ον) αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος «ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να… …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρισμός — ο (AM βαρβαρισμός) [βαρβαρίζω] η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακία ὁ βαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)] νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • επαλλαγή — ἐπαλλαγή, η (Α) νεοελλ. 1. διαδοχική και γρήγορη αλλαγή, εναλλαγή 2. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη 3. γραμμ. το συντακτικό σχήμα τής έλξεως*, αλλιώς σύζευξη αρχ. 1. συναρμογή ενός πράγματος μέσα σε άλλο 2. «γάμων ἐπαλλαγή» η επιγαμία, ο… …   Dictionary of Greek

  • ετεροπροσωπία — η [ετεροπρόσωπος] το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο τού απαρεμφάτου ή τής μετοχής είναι διαφορετικό από το υποκείμενο τού ρήματος στο οποίο αναφέρεται …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”